- κυλλήστις
- κυλλήστῑς , κυλλάστιςfem acc pl (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυλλάστις — κυλλᾱστις και κύλλαστις και ιων. τ. κυλλῆστις, ιος, ὁ (Α) είδος αιγυπτιακού ψωμιού που παρασκευαζόταν από το είδος κριθής όλυρα («ἀρτοφαγέουσι δέ ἐκ τῶν ὐλυρέων ποιεῡντες ἄρτους, τοὺς ἐκεῑνοι κυλλῆστις ὀνομάζουσι», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αιγυπτ.… … Dictionary of Greek